- επιδοκιμάζομαι
- επιδοκιμάζομαι, επιδοκιμάστηκα, (σπάν.) επιδοκιμασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
περιποππύζω — ΜΑ (ως επιτεταμένος τ. τού ποππύζω) μσν. θωπεύω, χαϊδεύω αρχ. (κυρίως το παθ.) περιποππύζομαι επιδοκιμάζομαι από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποππύζω «θωπεύω, κολακεύω»] … Dictionary of Greek
συνανομολογούμαι — έομαι, Α εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι συγχρόνως («ἀνεδείχθη καὶ συνανωμολογήθη παρὰ πάντων», Ευσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνομολογοῦμαι «μού παρέχεται ομόφωνη συγκατάθεση»] … Dictionary of Greek